- εὐθετεῖ
- εὐθετέωto be suitablepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐθετέωto be suitablepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθετώ — εὐθετῶ, έω (ΑΜ) [εύθετος] 1. ευθετίζω, διευθετώ 2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῑ πᾱσι χρῆσθαι» είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.) 3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος … Dictionary of Greek